οκάπι

οκάπι
το
ζωολ. κοινή ονομασία αρτιοδάκτυλου μηρυκαστικού τής Αφρικής, τής οικογένειας giraffidae, στην οποία ανήκει και η καμηλοπάρδαλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. okapi, λ. προερχόμενη από ιθαγενή ονομ. τής Αφρικής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παλαιότραγος — (palaeotragus). Γένος δερμα τοκέρατων σεληνοδόντιων, οπληφόρων θηλαστικών που έχει εκλείψει. Τα ζώα αυτά είχαν μικρό μέγεθος. Απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε κατωπλειοκαινικά στρώματα. Στην Ελλάδα βρέθηκαν κυρίως στο Πικέρμι της Αττικής και… …   Dictionary of Greek

  • καμηλοπαρδαλίδες — Οικογένεια μηρυκαστικών, που περιλαμβάνει τις καμηλοπάρδαλεις, τα οκάπι και τα απολιθωμένα είδη σιβαθήριο και ελλαδοθήριο …   Dictionary of Greek

  • Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”